πουλλοπιάστης

πουλλοπιάστης
ο, ΝΜ
βλ. πουλοπιάστης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πουλοπιάστης — και πουλλοπιάστης, ο, ΝΜ 1. ο πουλοκυνηγός 2. παροιμ. «πουλοπιάστης και ψαράς, έρημο το σπίτι τους» λέγεται για να δηλώσει ότι το επάγγελμα τού κυνηγού, καθώς και τού ψαρά, αποδίδει ελάχιστα και δεν είναι ασφαλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”